- παρεμφεροῦς
- παρεμφερήςsomewhat likemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκαλώνιον — ἀσκαλώνιον, το (AM) μσν. μέτρο για κρασί αρχ. είδος κρεμυδιού της Συρίας («ἀσκαλώνιον κρόμυον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επιθ. Ασκαλώνιος «αυτός που προέρχεται από την Ασκάλωνα (πρβλ. Ασκάλων). Μέσω του λατ. ascalonia (caepa) *scalōnia «το κρεμύδι… … Dictionary of Greek
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν … Dictionary of Greek
Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… … Dictionary of Greek
λατυποπαγές — Πέτρωμα αποτελούμενο από θραύσματα πετρωμάτων. Αντίθετα με τα –παρεμφερούς σχηματισμού– κροκαλοπαγή, τα λ. είναι γωνιώδη με ζωηρές ακμές και συγκολλημένα με ορυκτή ουσία, συνήθως ασβεστολιθική. Τα γωνιώδη θραύσματα μαρτυρούν ότι δεν προηγήθηκε… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek